- σεσοφισμένοις
- [за] хитро придуманными
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σεσοφισμένοις — σοφίζομαι make wise perf part mp masc/neut dat pl σοφίζω make wise perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)